- επαναλαμβάνω
- επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ.1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου.2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια.3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα πληροφορήθηκε.4. διαβάζω κείμενο, βιβλίο ή τμήμα βιβλίου επανειλημμένα, πολλές φορές: Να επαναλάβεις τα μαθήματά σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.